rightness

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

rightness < right + -ness

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

rightness (en) (μη μετρήσιμο, επίσημο)

  • η ορθότητα, η ιδιότητα του να είναι ορθός για μια συγκεκριμένη κατάσταση ή πράγμα
    I dispute the rightness of your reasoning.
    Αμφισβητώ την ορθότητα των συλλογισμών σου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη accuracy

Πηγές[επεξεργασία]