run over
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | run over |
γ΄ ενικό ενεστώτα | runs over |
αόριστος | ran over |
παθητική μετοχή | run over |
ενεργητική μετοχή | running over |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
run over (en)
- περνάω από πάνω κάποιου
- ↪ The truck ran over him.
- Το φορτηγό πέρασε από πάνω του.
- ↪ The truck ran over him.
Πηγές[επεξεργασία]
- run over - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ