salvage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | salvage |
γ΄ ενικό ενεστώτα | salvages |
αόριστος | salvaged |
παθητική μετοχή | salvaged |
ενεργητική μετοχή | salvaging |
Ρήμα[επεξεργασία]
salvage (en)
- διασώζω ένα πλοίο που έχει υποστεί μεγάλη ζημιά κτλ. από το να χαθεί τελείως· διασώζω εξαρτήματα ή περιουσία από κατεστραμμένο πλοίο ή από πυρκαγιά κτλ.
- ↪ These are the only things we salvaged from the fire/from the shipwreck.
- Αυτά είναι τα μόνα πράγματα που διασώσουμε από τη φωτιά/από το ναυάγιο.
- ↪ These are the only things we salvaged from the fire/from the shipwreck.
Πηγές[επεξεργασία]
- salvage (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- salvage (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 229. ISBN 9780194325684., λήμμα: διασώζω