sanctuary
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sanctuary (en)
- το καταφύγιο
- το ιερό της εκκλησίας, το αγιαστήριο
- το άσυλο, χώρος που προσφέρει ασυλία
- έκταση όπου απαγορεύεται το κυνήγι των άγριων ζώων