scared
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | scared |
συγκριτικός | more scared |
υπερθετικός | most scared |
scared (en)
- φοβισμένος, φοβάμαι
- ↪ a scared child - φοβισμένο παιδί
- ↪ I admit that I’m scared of airplanes/snakes.
- Παραδέχομαι ότι φοβάμαι τ' αεροπλάνα/τα φίδια.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
scared (en)