schmal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

schmal (de)

  • στενός
    der Bürgersteig ist schmal - το πεζοδρόμιο είναι στενό

Αντώνυμα[επεξεργασία]