scornful

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

scornful < scorn + -ful [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈskɔːʳnfᵊl/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ˈskɔrnfəl/ (ΗΠΑ)

Ρήμα[επεξεργασία]

scornful (en)

  • περιφρονητικός
    he spoke to me in a scornful way, as I had interupted him - μου μίλησε με περιφρονητικό τρόπο, καθώς τον είχα διακόψει

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. scornful - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)