scornful
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈskɔːʳnfᵊl/ (ΗΒ)
Ρήμα[επεξεργασία]
scornful (en)
- περιφρονητικός
- he spoke to me in a scornful way, as I had interupted him - μου μίλησε με περιφρονητικό τρόπο, καθώς τον είχα διακόψει