senescence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- senescence < λατινική senescere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος senesco < senex < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sénos (γέρος)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
senescence (en)