sentient
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈsɛn.ti.ənt/
Επίθετο[επεξεργασία]
sentient (en)
- ικανός να νιώθει/να βιώνει και ν' αντιλαμβάνεται
- σχετικός με την αντίληψη
- συνειδητός