sever-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sever- < γαλλική sévère, αγγλική severe

Ρίζα[επεξεργασία]

sever- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: αυστηρός

Παράγωγα[επεξεργασία]