severely

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός severely
συγκριτικός more severely
υπερθετικός most severely

Ετυμολογία [επεξεργασία]

severely < severe + -ly

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sɪˈvɪə.li/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /səˈvɪr.li/ (ΗΠΑ)

Επίρρημα[επεξεργασία]

severely (en)

  1. σφοδρά, πολύ άσχημα ή σοβαρά
    The car was severely damaged in the accident.
    Το αυτοκίνητο ζημιώθηκε σφοδρά στο ατύχημα.
  2. αυστηρά, με αυστηρό τρόπο
    I was severely punished.
    Τιμωρήθηκα αυστηρά.

Πηγές[επεξεργασία]