severely
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | severely |
συγκριτικός | more severely |
υπερθετικός | most severely |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
severely (en)
- σφοδρά, πολύ άσχημα ή σοβαρά
- ↪ The car was severely damaged in the accident.
- Το αυτοκίνητο ζημιώθηκε σφοδρά στο ατύχημα.
- ↪ The car was severely damaged in the accident.
- αυστηρά, με αυστηρό τρόπο
- ↪ I was severely punished.
- Τιμωρήθηκα αυστηρά.
- ↪ I was severely punished.