σφοδρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
σφοδρά
- με σφοδρό τρόπο, με σφοδρότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σφοδρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σφοδρό