shack
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
shack
- πρόχειρη καλύβα, παράγκα ή καταφύγιο
Ρήμα[επεξεργασία]
shack
- συζώ σε σπίτι άλλου ως εραστής ή μένω ως εραστής μαζί με άλλον