shining
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | shining |
συγκριτικός | more shining |
υπερθετικός | most shining |
shining (en)
- λαμπρός, φωτεινός, που εκπέμπει φως
- φωτεινός, που ξεχωρίζει θετικά ανάμεσα σε άλλα πρόσωπα ή καταστάσεις
- ↪ a shining example - φωτεινό παράδειγμα
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
shining (en)