simplex

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο, Ουσιαστικό[επεξεργασία]

simplex (en) ενικός
simplices (en) πληθυντικός

  1. ο αποτελούμενος από ένα μόνο συστατικό
  2. (τηλεπικοινωνίες) μονόδρομη επικοινωνία
     αντώνυμα: duplex

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]