sing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | sing |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sings |
αόριστος | sang |
παθητική μετοχή | sung |
ενεργητική μετοχή | singing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
sing (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) τραγουδάω
- ↪ The singer is singing playing the piano.
- Ο τραγουδιστής τραγουδά παίζοντας πιάνο.
- ↪ The singer is singing playing the piano.