sommeil

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sommeil (fr)

j'ai le sommeil profond - έχω βαθύ / βαρύ ύπνο (= κοιμάμαι βαριά)
a nuit porte sommeil - η νύχτα φέρνει ύπνο

Συγγενικά[επεξεργασία]