specialize
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | specialize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | specializes |
αόριστος | specialized |
παθητική μετοχή | specialized |
ενεργητική μετοχή | specializing |
Ρήμα[επεξεργασία]
specialize (en)
- (αμετάβατο) ειδικεύω, γίνομαι ειδικός σε ορισμένο τομέα
- ↪ He specialized in heart surgery.
- Ειδικεύτηκε στην καρδιοχειρουργική.
- ↪ He specialized in heart surgery.
Πηγές[επεξεργασία]
- specialize - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 261. ISBN 9780194325684., λήμμα: ειδικεύω