spokój

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈspɔkuj/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

spokój (pl) αρσενικό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • daj spokój: παράτα μας, άσε με ήσυχο