stake out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | stake out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stakes out |
αόριστος | staked out |
παθητική μετοχή | staked out |
ενεργητική μετοχή | staking out |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
stake out (en)
- παρακολουθώ ένα μέρος κρυφά, ειδικά για σημάδια παράνομης δραστηριότητας
- ↪ The police officer got bored staking out the suspect.
- Ο αστυνομικός έχω βαρεθεί να παρακολουθεί τον ύποπτο.
- ↪ The police officer got bored staking out the suspect.