stand pat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
stand pat (en)
- (ιδιωματισμός, ειδικά αμερικανικά αγγλικά) μένω αμετακίνητος, αρνούμαι να αλλάξω γνώμη για μια απόφαση που έχω πάρει ή μια γνώμη που έχω
- ↪ He stood pat in his decision.
- Έμεινε αμετακίνητος σε απόφαση του.
- ↪ He stood pat in his decision.