step up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας step up
γ΄ ενικό ενεστώτα steps up
αόριστος stepped up
παθητική μετοχή stepped up
ενεργητική μετοχή stepping up

Ετυμολογία [επεξεργασία]

step up < → δείτε τις λέξεις step και up

Ρήμα[επεξεργασία]

step up (en)

  1. (μεταβατικό, ιδιωματισμός) εντείνω, επιταχύνω, επισπεύδω, αυξάνω την ποσότητα, την ταχύτητα κτλ.
    Emboldened by the failure of their opponents, they stepped up their efforts.
    Ενθαρρυμένοι από την αποτυχία των αντιπάλων τους, ενέτειναν τις προσπάθειές τους.
    We are trying to step things up a little.
    Προσπαθούμε να επισπεύσουμε λίγο τα πράγματα.
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις accelerate και increase

Πηγές[επεξεργασία]