stout
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stout (en)
- εύσωμος, σωματώδης
- μεγαλόσωμος όσον αφορά τον όγκο χωρίς η λέξη να εμπεριέχει σημασία-πληροφορία για το ύψος
- γεροδεμένος