stuck
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | stuck |
συγκριτικός | more stuck |
υπερθετικός | most stuck |
stuck (en) (όχι πριν από το ουσιαστικό)
- κολλάω, σφίγγω, που δεν μπορεί να κινήσει ή να κινηθεί
- ↪ We got stuck in the mud.
- Κολλήσαμε στη λάσπη.
- ↪ The drawer is stuck and won't open.
- Το συρτάρι έσφιξε και δεν ανοίγει.
- ↪ We got stuck in the mud.
- κολλάω, που δεν μπορεί να απαντήσει ή να καταλάβει κάτι
- ↪ Don’t get stuck on the details!
- Μην κολλάς σε λεπτομέρειες!
- ↪ Don’t get stuck on the details!
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
stuck (en)