suit of armour
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
suit of armour (en) (βρετανική γραφή)
- (μετρήσιμο) μία πανοπλία
- ↪ he has two suits of armour in his collection of medieval arms
- έχει δύο πανοπλίες στη συλλογή του μεσαιωνικών όπλων
- ↪ he has two suits of armour in his collection of medieval arms