sunbathe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας sunbathe
γ΄ ενικό ενεστώτα sunbathes
αόριστος sunbathed
παθητική μετοχή sunbathed
ενεργητική μετοχή sunbathing

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sunbathe < sun + bathe

Ρήμα[επεξεργασία]

sunbathe (en)

  • λιάζομαι, κάνω ηλιοθεραπεία
    Three little birds were sitting in the sun and sunbathing.
    Τρία πουλάκια κάθονταν στον ήλιο και λιάζονταν.

Πηγές[επεξεργασία]