sympathise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
sympathise (en)
- (ΗΒ)
- συμπονώ, συμπάσχω με κάποιον
- I sympathise with your pains
- μοιράζομαι τα ίδια συναισθήματα ή απόψεις με κάποιον (συνήθως με το with)