sympathise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

sympathise (en)

  1. συμπονώ, συμπάσχω με κάποιον
    I sympathise with your pains
  2. μοιράζομαι τα ίδια συναισθήματα ή απόψεις με κάποιον (συνήθως με το with)

Άλλες γραφές[επεξεργασία]