take apart

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας take apart
γ΄ ενικό ενεστώτα takes apart
αόριστος took apart
παθητική μετοχή taken apart
ενεργητική μετοχή taking apart

Ετυμολογία [επεξεργασία]

take apart < → δείτε τις λέξεις take και apart

Ρήμα[επεξεργασία]

take apart (en)

  • λύνω, χωρίζω ένα μηχάνημα ή ένα κομμάτι εξοπλισμού στα διάφορα μέρη από τα οποία είναι κατασκευασμένο
    He had taken apart his watch and was now trying to put it back together.
    Είχε λύσει το ρολόι του και τώρα προσπαθούσε να το μοντάρει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη disassemble
     αντώνυμα: piece together

Πηγές[επεξεργασία]