tasteful
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | tasteful |
συγκριτικός | more tasteful |
υπερθετικός | most tasteful |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
tasteful (en)
- καλαίσθητος, είναι ελκυστικό και καλής ποιότητας και δείχνει ότι το πρόσωπο που τα επέλεξε μπορεί να αναγνωρίσει καλά πράγματα
- ↪ tasteful decoration/furniture - καλαίσθητη διακόσμηση/επίπλωση
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fashionable
Πηγές[επεξεργασία]
- tasteful - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 404. ISBN 9780194325684., λήμμα: καλαίσθητος