tatouage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
tatouage < tatouer
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tatouage αρσενικό
- το τατουάζ, η δερματοστιξία
tatouage < tatouer
tatouage αρσενικό