tenez

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

tenez (fr)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

tenir, στο δεύτερο πρόσωπο του πληθυντικού του ενεστώτα της προστακτικής