termed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
- επίσημη φρασεολογία ή λέξη-ορολογία, τυποποιημένο-επισημοποιημένο-καταχωρημένο-παγιωμένο ως ορολογία
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
termed (en)