threaten

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας threaten
γ΄ ενικό ενεστώτα threatens
αόριστος threatened
παθητική μετοχή threatened
ενεργητική μετοχή threatening

Ετυμολογία [επεξεργασία]

threaten < threat + -en

Ρήμα[επεξεργασία]

threaten (en)

  1. (μεταβατικό) απειλώ, λέω ότι θα δημιουργήσω μπελάδες, θα πληγώσω κάποιον κτλ. αν δεν έχω αυτό που θέλω
    He threatened the employee with dismissal.
    Απείλησε τον υπάλληλο με απόλυση.
    They threatened to kill me.
    Απείλησαν ότι θα με σκοτώσουν.
  2. (μεταβατικό) απειλώ, είμαι κίνδυνος για κάτι
    Pollution threatens our way of life.
    Η μόλυνση απειλεί τον τρόπο της ζωής μας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη endanger

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη threat

Πηγές[επεξεργασία]