threaten
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | threaten |
γ΄ ενικό ενεστώτα | threatens |
αόριστος | threatened |
παθητική μετοχή | threatened |
ενεργητική μετοχή | threatening |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
threaten (en)
- (μεταβατικό) απειλώ, λέω ότι θα δημιουργήσω μπελάδες, θα πληγώσω κάποιον κτλ. αν δεν έχω αυτό που θέλω
- ↪ He threatened the employee with dismissal.
- Απείλησε τον υπάλληλο με απόλυση.
- ↪ They threatened to kill me.
- Απείλησαν ότι θα με σκοτώσουν.
- ↪ He threatened the employee with dismissal.
- (μεταβατικό) απειλώ, είμαι κίνδυνος για κάτι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη threat