to one's face
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
- (ιδιωματισμός) κατάμουτρα, λέω κάτι απευθείας σε κάποιον παρά σε άλλους ανθρώπους
- ↪ I’ll say it to his face.
- Θα του το πω κατάμουτρα.
- ↪ I’ll say it to his face.
Πηγές[επεξεργασία]
- face (idioms): to somebody’s face - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 426. ISBN 9780194325684., λήμμα: κατάμουτρα