tune in
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | tune in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tunes in |
αόριστος | tuned in |
παθητική μετοχή | tuned in |
ενεργητική μετοχή | tuning in |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈtʃuːn ˌɪn/ (βρετανικό)
Ρήμα[επεξεργασία]
tune in (en)
- το να επιλέξω ένα κανάλι, έναν ραδιοφωνικό σταθμό
- (ιδιωματισμός) το να παρακολουθώ κάτι, συντονίζομαι