turlulu

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Βενετικά (vec)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

turlulu (vec)

  1. (πτηνό) γκιόνης
  2. (μεταφορικά) άμυαλος, χαζούλης

Απόγονοι[επεξεργασία]

turlulu (βενετικά)

νέα ελληνικά: σουρλουλού

Πηγές[επεξεργασία]