unfounded
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
unfounded (en) (χωρίς παραθετικά)
- αβάσιμος
- ↪ unfounded claims - αβάσιμοι ισχυρισμοί
unfounded (en) (χωρίς παραθετικά)