verschollen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fɛɐ̯ˈʃɔlən/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

verschollen (de)

  1. χαμένος, που δεν έχει βρεθεί, που λείπει, απών, ελλείπων
  2. (νομικός όρος) που αγνοείται, αγνοούμενος που θεωρείται νεκρός

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • verschollen - Duden online.
  • verschollen - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).