verschollen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fɛɐ̯ˈʃɔlən/
- ⓘ
Επίθετο[επεξεργασία]
verschollen (de)
- χαμένος, που δεν έχει βρεθεί, που λείπει, απών, ελλείπων
- (νομικός όρος) που αγνοείται, αγνοούμενος που θεωρείται νεκρός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- verschollen - Duden online.
- verschollen - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).