vibrancy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- η ζωηράδα, η ζωηρότητα, η ζωή και η ενέργεια κάποιου ή κάτι
- ↪ She had already lost the vibrancy of her youth.
- Είχε πια χάσει τη ζωηράδα της νιότης της.
- ↪ The vibrancy of the colors of a painting.
- H ζωηρότητα των χρωμάτων μιας ζωγραφικής παράστασης.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη liveliness
- ↪ She had already lost the vibrancy of her youth.