wetterfühlig
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
wetterfühlig (de)
- ευαίσθητος στις αλλαγές του καιρού
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Wetter