while
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
while (en) (μόνο ενικός)
- λίγο, μια χρονική περίοδος
- ↪ Please go away for a while.
- Σε παρακαλώ να εξαφανιστείς για λίγο.
- ↪ Please go away for a while.
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
while (en)