while

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

while (en) (μόνο ενικός)

  • λίγο, μια χρονική περίοδος
    Please go away for a while.
    Σε παρακαλώ να εξαφανιστείς για λίγο.

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

while (en)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]