wholly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
wholly (en) (χωρίς παραθετικά)
- (επίσημο) απόλυτα
- ↪ I wholly trust him.
- Τον εμπιστεύομαι απόλυτα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
- ↪ I wholly trust him.