completely

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός completely
συγκριτικός more completely
υπερθετικός most completely

Ετυμολογία [επεξεργασία]

completely < complete + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

completely (en)

  • απόλυτα, απολύτως, εντελώς, ολοκληρωτικά, τελείως, με κάθε δυνατό τρόπο, σε κάθε μέρος
    I am completely convinced that…
    Είμαι απόλυτα πεπεισμένος…
    I am completely wrong.
    Έχω απόλυτα άδικο.
    I completely trust him.
    Τον εμπιστεύομαι απόλυτα.
    I am not completely clear on that point.
    Δεν είμαι απολύτως βέβαιος σ' αυτό το σημείο.
    I forgot about it completely.
    Το ξέχασα εντελώς.
    It was completely destroyed.
    Καταστράφηκε εντελώς/ολοκληρωτικά.
    He was completely innocent.
    Ήταν τελείως αθώος.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]