downright
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | downright |
συγκριτικός | more downright |
υπερθετικός | most downright |
downright (en)
Επίρρημα[επεξεργασία]
downright (en) (χωρίς παραθετικά)
- απολύτως, κατηγορηματικά, χρησιμοποιείται ως τρόπος να τονίσει κάτι αρνητικό ή δυσάρεστο
- ↪ He was downright rude.
- Ήταν απολύτως αγενής.
- ↪ She downright refused.
- Αρνήθηκε κατηγορηματικά.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
- ↪ He was downright rude.