one hundred percent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
one hundred percent (en)
- (ιδιωματισμός) απόλυτα, εκατό τα εκατό, εκατό τοις εκατό
- ↪ I am one hundred percent convinced that…
- Είμαι απόλυτα πεπεισμένος…
- ↪ I am one hundred percent wrong.
- Έχω απόλυτα άδικο.
- ↪ I trust him one hundred percent.
- Τον εμπιστεύομαι απόλυτα.
- ↪ It is one hundred percent certain to have happened like that.
- Είναι εκατό τα εκατό βέβαιο ότι έτσι έγινε.
- ↪ I will be there one hundred percent.
- Θα βρίσκομαι εκεί εκατό τοις εκατό.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
- ↪ I am one hundred percent convinced that…