zegarek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
zegarek (pl) < υποκοριστικό του zegar (pl)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
zegarek (pl) αρσενικό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- chodzić jak szwajcarski zegarek: πηγαίνω σαν ελβετικό ρολόι, ακριβής σαν ελβετικό ρολόι