μπιρμπίλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπιρμπίλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική bülbül < περσική بلبل (bolbol)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπιρμπίλι ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]