ψαροπούλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψαροπούλι | τα | ψαροπούλια |
γενική | του | ψαροπουλιού | των | ψαροπουλιών |
αιτιατική | το | ψαροπούλι | τα | ψαροπούλια |
κλητική | ψαροπούλι | ψαροπούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /psa.ɾoˈpu.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ψα‐ρο‐πού‐λι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψαροπούλι ουδέτερο
- (πτηνό) πουλί του γένους Αλκυόνη (είδος Alcedo atthis), θαλάσσιο αποδημητικό πτηνό
- ≈ συνώνυμα: θαλασοπούλι, μπιρμπίλι της θάλασσας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Ψαροπούλι (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψαροπούλι
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ψαρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πούλι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)