Κάβος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κάβος | οι | Κάβοι |
γενική | του | Κάβου | των | Κάβων |
αιτιατική | τον | Κάβο | τους | Κάβους |
κλητική | Κάβε | Κάβοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Κάβος < κάβος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈka.vos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κά‐βος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Κάβος αρσενικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Κάβος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)