κάβος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κάβος | οι | κάβοι |
γενική | του | κάβου | των | κάβων |
αιτιατική | τον | κάβο | τους | κάβους |
κλητική | κάβε | κάβοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κάβος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάβος < ιταλική cavo < λατινικά caput
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈka.vos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐βος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κάβος αρσενικό
- (ναυτικός όρος) μια λωρίδα στεριάς που προεξέχει προς τη θάλασσα
- (ναυτικός όρος) το καραβόσκοινο με το οποίο δένεται το πλοίο στις δέστρες του ντόκου
Συγγενικά
[επεξεργασία]- καβατζάρω
- καβατζάρισμα
- Κάβος (τοπωνύμιο)
- Καβοφονιάς (τοπωνύμιο)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- παίρνω κάβο: αντιλαμβάνομαι/καταλαβαίνω τι συμβαίνει
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)